ἐμβᾶσιν

ἐμβᾶσιν
ἐμβαίνω
step in
aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐμβάσιν — ἐμβάς felt shoe fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔμβασιν — ἔμβασις embarkation fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νέω — (I) νέω (Α) 1. πλέω, κολυμπώ 2. μτφ. (για υπόδημα) είμαι δυσανάλογα μεγάλος («ἔνεον ἐν ταῑς ἐμβάσιν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. νέω < *νέfω συνδέεται με το ρ. νήχω*, αλλά εμφανίζει θέμα με ε , πιθ. αναλογικά προς το πλέω / ἔπλευσα. Μερικοί… …   Dictionary of Greek

  • πρόδουλος — ον, Α (για υπόδημα) μτφ. υπηρετώ σαν δούλος («ἀρβύλας... πρόδουλον ἔμβασιν ποδός», Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”